δίεδρη γωνία

δίεδρη γωνία
Όρος της γεωμετρίας. Αν θεωρήσουμε δύο ημιεπίπεδα με κοινή την αρχική τους ευθεία, τότε: 1. Αν τα ημιεπίπεδα δεν συμπίπτουν, ο χώρος χωρίζεται από αυτά σε δύο μέρη· καθένα από τα δύο αυτά μέρη του χώρου ονομάζεται δ.γ. (βλ. σχήματα 1 και 2). 2. Αν τα δύο ημιεπίπεδα συμπίπτουν, θεωρούμε ότι πάλι ορίζουν δύο δ.γ.· η μία ονομάζεται μηδενική δ.γ. και η άλλη πλήρης δ.γ. Ειδικότερα, αν τα δύο ημιεπίπεδα δεν συμπίπτουν αλλά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, τότε καθεμία από τις δύο δ.γ. που ορίζουν ονομάζεται αποπλατυσμένη γωνία. Το καθένα από τα δύο ημιεπίπεδα που ορίζουν δ.γ. ονομάζεται έδρα της δ.γ. Οι έδρες της μηδενικής και της αποπλατυσμένης γωνίας συμπίπτουν. Η κοινή αρχική ευθεία των εδρών μιας δ.γ. ονομάζεται ακμή της δ.γ. Δύο κάθετα μεταξύ τους επίπεδα ορίζουν τέσσερις δ.γ., ίσες μεταξύ τους, με κοινή τους ακμή την τομή των επιπέδων. Καθεμία από τις τέσσερις αυτές δ.γ. ονομάζεται ορθή δ.γ. Δύο δ.γ. με κοινή την ακμή τους ονομάζονται κατά κορυφήν, αν οι έδρες της μίας είναι προεκτάσεις των εδρών της άλλης. Μία μη πλήρης δ.γ. ονομάζεται κυρτή εάν, και μόνο εάν, κείται ολόκληρη προς το ίδιο μέρος του επιπέδου της κάθε έδρας της· στην αντίθετη περίπτωση ονομάζεται κοίλη. Κάθετη τομή μιας δ.γ. αποκαλείται κάθε επίπεδη γωνία της οποίας το επίπεδο είναι κάθετο στην ακμή της δ.γ., η κορυφή βρίσκεται στην ακμή της και οι πλευρές της στις έδρες της. Η γωνία αυτή ονομάζεται επίσης αντίστοιχη επίπεδη της δ.γ. Όλες οι κάθετες τομές μιας δ.γ. είναι ίσες μεταξύ τους. Όπως και με τις επίπεδες γωνίες, ορίζονται οι έννοιες: εφεξής δίεδρες, άθροισμα δ.γ., διαφορά δ.γ. από άλλη κλπ. Δύο δ.γ. ονομάζονται συμπληρωματικές ή παραπληρωματικές (η μία της άλλης), εάν οι αντίστοιχές τους γωνίες είναι συμπληρωματικές ή παραπληρωματικές (η μία της άλλης). ΔΙΕΔΡΗ ΓΩΝΙΑ

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ …   Dictionary of Greek

  • ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • γωνιάζω — (AM γωνιάζω) [γωνία] δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας μσν. νεοελλ. κρύβω νεοελλ. 1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία 2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι) …   Dictionary of Greek

  • καλειδοσκόπιο — Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αζιμούθιο — (Αστρον.). Όρος της αστρονομίας που δηλώνει τη γωνία που μετριέται κατά την ανοδική φορά, από τον νότο (S) προς τα δυτικά (Ο), μεταξύ δύο επιπέδων που περιέχουν την κατακόρυφο του παρατηρητή και διέρχονται το ένα από το σημείο του ορίζοντα Νότος… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί μία ώρα: Πολύ λίγο πληρώνεται η ωριαία διδασκαλία στη σχολή αυτή. 2. αυτός που γίνεται κάθε ώρα. 3. φρ., «ωριαία γωνία», η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου και τον κύκλο που περνά από το σχετικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ …   Dictionary of Greek

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”